- χύλισμα
- το вытяжка, экстракт
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χύλισμα — the extracted juice of plants neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χύλισμα — τὸ, ΜΑ [χυλίζω] εκχύλισμα (α. «διττὸν δὲ ἐστὶ τὸ εἶδος τοῡ χυλίσματος», Διοσκ. β. «ἀκακίας χύλισμα», Ορειβ.) … Dictionary of Greek
χυλισμάτων — χύλισμα the extracted juice of plants neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χυλίσματα — χύλισμα the extracted juice of plants neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χυλίσματι — χύλισμα the extracted juice of plants neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χυλίσματος — χύλισμα the extracted juice of plants neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απαλλαγή — η (AM ἀπαλλαγή) 1. λύτρωση, ανακούφιση από κάτι δυσάρεστο 2. τέλος, θάνατος «την κακή σου την απαλλαγή» (κατάρα) αρχ. «ἀπαλλαγὴ βίου» (Ιπποκρ.), «ἀπαλλαγὴ ψυχῆς ἀπὸ σώματος» (Πλάτων), «τὸ χύλισμα τοῦ κωνείου... τὴν ἀπαλλαγὴν ῥᾴω ποιεῑ καὶ θάττω»… … Dictionary of Greek
χυλισμός — ὁ, Α [χυλίζω] το χύλισμα* … Dictionary of Greek